ανόρυγμα

ανόρυγμα
το
σκάμμα, λάκος που έγινε με εκσκαφή, όρυγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανορύσσω. Η λ. στον πληθ. ανορύγματα, τα μαρτυρείται από το 1816 στον Λόγιο Ερμή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”